- Ἀρσινόα
- Ἀρςῐνόα nurse of Orestes.1
Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀρσινόα — Ἀρσινόᾱ , Ἀρσινόη fem nom/voc/acc dual Ἀρσινόᾱ , Ἀρσινόη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρσινόας — Ἀρσινόᾱς , Ἀρσινόη fem acc pl Ἀρσινόᾱς , Ἀρσινόη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)